ἄτοπος — out of place masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτοπος — η, ο επίρρ. α 1. ασυνήθιστος, αλλόκοτος, παράλογος, άπρεπος: Το φέρσιμό σου χτες στη συντροφιά που βρεθήκαμε ήταν άτοπο. 2. το ουδ. ως ουσ., άτοπο καθετί ασυνήθιστο, αλλόκοτο· «εις άτοπον απαγωγή», απόδειξη της αλήθειας μιας πρότασης με την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτοπώτερον — ἄτοπος out of place masc acc comp sg ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc comp sg ἄτοπος out of place adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτοπωτάτων — ἄτοπος out of place fem gen superl pl ἄτοπος out of place masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτοπωτέρων — ἄτοπος out of place fem gen comp pl ἄτοπος out of place masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτοπώτατα — ἄτοπος out of place adverbial superl ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτοπώτατον — ἄτοπος out of place masc acc superl sg ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτόπως — ἄτοπος out of place adverbial ἄτοπος out of place masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτοπον — ἄτοπος out of place masc/fem acc sg ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτοπωτάτη — ἄτοπος out of place fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)