άτοπος

άτοπος
-η, -ο (AM ἄτοπος, -ον)
1. απρεπής, ανάρμοστος
2. το ουδ. ως ουσ. α) (στον εν.) κάτι το λογικά απαράδεκτο
β) στον πληθ. παράνομες πράξεις
3. φρ. «η εις άτοπον απαγωγή» — αποδεικτική διαδικασία στη λογική και στα μαθηματικά με την αναγωγή του συλλογισμού σε κάτι απαράδεκτο
αρχ.
1. παράξενος, ασυνήθιστος
2. παράλογος, ανόητος
3. τερατώδης, κακός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄτοπος — out of place masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτοπος — η, ο επίρρ. α 1. ασυνήθιστος, αλλόκοτος, παράλογος, άπρεπος: Το φέρσιμό σου χτες στη συντροφιά που βρεθήκαμε ήταν άτοπο. 2. το ουδ. ως ουσ., άτοπο καθετί ασυνήθιστο, αλλόκοτο· «εις άτοπον απαγωγή», απόδειξη της αλήθειας μιας πρότασης με την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτοπώτερον — ἄτοπος out of place masc acc comp sg ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc comp sg ἄτοπος out of place adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτοπωτάτων — ἄτοπος out of place fem gen superl pl ἄτοπος out of place masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτοπωτέρων — ἄτοπος out of place fem gen comp pl ἄτοπος out of place masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτοπώτατα — ἄτοπος out of place adverbial superl ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτοπώτατον — ἄτοπος out of place masc acc superl sg ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτόπως — ἄτοπος out of place adverbial ἄτοπος out of place masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτοπον — ἄτοπος out of place masc/fem acc sg ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτοπωτάτη — ἄτοπος out of place fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”